Σ’ ένα ποσοστό ασθενών δημιουργείται ο λεγόμενος δευτερογενής καταρράκτης ή ψευδοκαταρράκτης. Ουσιαστικά οφείλεται στη θόλωση της μεμβράνης του φακού (οπίσθιο περιφάκιο) η οποία περιορίζει την όραση (προοδευτική ελάττωση, παρόμοια με αυτήν πριν την βασική εγχείρηση του καταρράκτη). Με μια απλή εφαρμογή laser (σχάση οπισθίου περιφακίου με laser-yag laser capsulotomy) σε ένα εξοπλισμένο ιατρείο το κέντρο αυτής της μεμβράνης σπάει και η όραση επανέρχεται στο φυσιολογικό.
Ο χώρος ανάμεσα στο φακό του ματιού και τον αμφιβληστροειδή (φωτοευαίσθητος χιτώνας στο πίσω μέρος του ματιού) είναι γεμάτος με ένα υλικό που μοιάζει με διαφανές ζελέ και ονομάζεται υαλοειδές. Το υαλοειδές φυσιολογικά είναι κολλημένο στον αμφιβληστροειδή.
«Λάμψεις» σαν αστραπές και κινούμενα σωματίδια που μοιάζουν με «αράχνες» εμφανίζονται συχνά σε άτομα με φυσιολογικά μάτια. Οφείλονται σε αλλαγές που συμβαίνουν με τα χρόνια στην δομή του υαλοειδούς και οι οποίες οδηγούν σε αποκόλλησή του από τον αμφιβληστροειδή.
Η αποκόλληση του υαλοειδούς από τον αμφιβληστροειδή είναι συχνό φαινόμενο, ιδιαίτερα σε άτομα με ηλικία μεγαλύτερη των 50ετών ή σε άτομα με υψηλή μυωπία. Σε ένα ποσοστό 90% αυτές οι μεταβολές είναι αθώες και δε συνοδεύονται από βλάβες στον αμφιβληστροειδή. Συμβαίνουν μία φορά κατά τη διάρκεια της ζωής και τα συμπτώματα που προκαλούν συνήθως βελτιώνονται με τον καιρό. Εάν τα συμπτώματα επιμένουν, η ενόχληση που προξενούν ελαττώνεται με το να φοράμε σκούρα γυαλιά (γυαλιά ηλίου).
Σε ορισμένες περιπτώσεις η αποκόλληση του υαλοειδούς μπορεί να συνοδευτεί από σοβαρές καταστάσεις, όπως ρωγμές (σχίσιμο) στον αμφιβληστροειδή ή υαλοειδική αιμορραγία. Αυτό συμβαίνει, όταν το υαλοειδές κατά την αποκόλλησή του από τον αμφιβληστροειδή σχίσει κάποιο κομμάτι του τελευταίου ή κόψει ένα από τα αγγεία του. Εάν διαπιστωθεί η ύπαρξη κάποιας ρωγμής, τότε απαιτείται άμεση εφαρμογή θεραπείας με Laser, προκειμένου να προληφθούν σοβαρότερες επιπλοκές, όπως η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση.
Όταν ο οφθαλμολογικός έλεγχος δε δείξει την παρουσία κάποιας βλάβης, τότε δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Στην περίπτωση, όμως, που οι «λάμψεις» και τα «μυγάκια» αυξηθούν ή διαπιστωθεί από το άτομο ότι ένα τμήμα του οπτικού του πεδίου καλύπτεται από μια «σκιά», τότε θα πρέπει να επικοινωνήσει αμέσως με τον οφθαλμίατρό του.
Μετά την επέμβαση, αφού ο ιατρός σας δώσει οδηγίες μπορείτε να επιστρέψετε στο σπίτι. Εάν μετά την επέμβαση νιώσετε ελαφρύ πόνο, μπορείτε να πάρετε αναλγητικά (Depon ή Lonarid). Aντιβιοτικές και αντιφλεγμονώδεις σταγόνες θα χρειαστεί να ενσταλαχθούν για περίπου 1 μήνα. Την πρώτη εβδομάδα, αποφεύγετε να τρίβετε το μάτι. Μπάνιο μπορείτε να κάνετε σκύβοντας το κεφάλι προς τα πίσω.
Για περίπου 1 εβδομάδα ίσως να βρείτε ενοχλητικό το έντονο φως. Για το λόγο αυτό συστήνεται η χρήση γυαλιών ηλίου στους εξωτερικούς χώρους. Γυαλιά, τόσο για κοντά όσο και για μακριά (εάν χρειαστούν), θα συνταγογραφηθούν σε 3-6 εβδομάδες μετά την επέμβαση. Σε περίπτωση που μετά την επέμβαση (ιδιαίτερα τις πρώτες 10 ημέρες), το μάτι κοκκινίσει απότομα, σε συνδυασμό με έντονο πόνο, θόλωση της όρασης και πρήξιμο στα βλέφαρα θα πρέπει να επικοινωνήσετε αμέσως με τον ιατρό σας.
Το OCT (optical coherence tomography) είναι η πιο σύγχρονη μη επεμβατική μέθοδος για την ακριβή διάγνωση παθήσεων της ωχράς, της στοιβάδας των νευρικών ινών του αμφιβληστροειδούς και της κεφαλής του οπτικού νεύρου. Το OCT (οπτική τομογραφία συνοχής) είναι ένα σημαντικό βοήθημα για τον οφθαλμίατρο, για να μπορεί να κάνει σωστή διάγνωση των ωχροπαθειών και να ανιχνεύσει πρόωρα το γλαύκωμα.
Το ιατρείο μας διαθέτει ένα από τα πιο αξιόπιστα μηχανήματα OCT Zeiss (USA). Για ραντεβού, επικοινωνήστε μαζί μας στο 2410 257818.
Η ξηροφθαλμία είναι η οφθαλμική πάθηση κατά την οποία έχουμε διαταραχή της ποιότητας και ποσότητας των δακρύων, με αποτέλεσμα την πρόκληση συμπτωμάτων δυσφορίας και θόλωση της όρασης.
Το δάκρυ έχει μηχανική και λιπαντική δράση. Μας προστατεύει από βλαβερά βακτηρίδια, αλλεργιογόνα και άλλες ερεθιστικές ουσίες και παράλληλα λιπαίνει και θρέφει την πρόσθια επιφάνεια του οφθαλμού.
Που οφείλεται η ξηροφθαλμία;
Το σύνδρομο ξηροφθαλμίας είναι πολυπαραγωγικό. Η παραγωγή των δακρύων ελαττώνεται με την πάροδο των ετών, ιδιαίτερα στις γυναίκες. Άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες για εμφάνιση Ξηροφθαλμίας αποτελούν οι Ρευματικές ασθένειες, ο Διαβήτης, οι παθήσεις του Θυροειδή αδένα, τα Δερματικά νοσήματα, οι διαταραχές του Νευρικού Συστήματος, οι Ορμονικές διαταραχές, οι παθήσεις των Βλεφάρων, η χρήση φαρμάκων, η έλλειψη βιταμίνης Α, η χρήση φακών επαφής κ.α.
Τα κυριότερα συμπτώματα της ξηροφθαλμίας.
- Κοκκίνισμα των ματιών, ερεθισμός, κάψιμο ή φαγούρα.
- Θολή όραση, ειδικά στο τέλος της ημέρας ή μετά από έντονη προσπάθεια εστίασης σε μία εργασία.
- Δυσανεξία στη χρήση φακών επαφής.
- «Κουρασμένα» μάτια.
- Αίσθηση ξένου σώματος στα μάτια.
- Αυξημένος ερεθισμός από τον αέρα ή τον καπνό.
- Ευαισθησία στο φως.
- Έντονη δακρύρροια η οποία οφείλεται στη διαταραχή της ποιότητας των δακρύων.
Πως μπορεί να αντιμετωπιστεί η ξηροφθαλμία
Η σωστή διάγνωση είναι αυτή που θα καθορίσει τα στάδια της θεραπείας.
Ενδεικτικές θεραπευτικές προσεγγίσεις αποτελούν οι παρακάτω:
- Ενίσχυση της ποιότητας και ποσότητας των δακρύων με κολλύρια.
- Θεραπεία συνυπάρχουσας πάθησης.
- Χρήση μοσχευμάτων δακρυικών σημείων.
Είναι μία επίμονη και στις περισσότερες περιπτώσεις χρόνια φλεγμονή των βλεφάρων, η οποία μπορεί να προκληθεί από μικρόβια ή ακάρεα κι έχει ως αποτέλεσμα τη διαταραχή της λειτουργίας τους.
Οι σμηγματοειδείς αδένες δεν λειτουργούν σωστά, με συνέπεια η λίπανση και η προστασία της πρόσθιας οφθαλμικής επιφάνειας να είναι ελλιπής. Εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα με λιπαρό δέρμα, σμηγματορροική δερματίτιδα ή ροδόχρου ακμή.
Τα συμπτώματα της βλεφαρίτιδας.
Το κυριότερο σύμπτωμα είναι τα ερεθισμένα βλέφαρα. Συχνά εμφανίζονται εκκρίσεις στη ρίζα των βλεφαρίδων και αλλοιώσεις του δέρματος των βλεφάρων. Τα συμπτώματα της βλεφαρίτιδας που είναι ιδιαίτερα ενοχλητικά, εκδηλώνονται με:
- Αίσθημα καύσου
- Κνησμό
- Αίσθηση ξένου σώματος (εντονότερη με το ξύπνημα)
Πως μπορεί να αντιμετωπιστεί.
Η καθημερινή υγιεινή και περιποίηση των βλεφάρων αποτελεί αποτελεσματικό θεραπευτικό σχήμα, ανακουφίζει από τα καθημερινά συμπτώματα, βελτιώνει την όραση και αποτρέπει σοβαρές επιπλοκές που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία των ματιών.
Ενδεικτικές θεραπευτικές προσεγγίσεις:
- Καθημερινή υγιεινή των βλεφάρων.
- Ζεστά επιθέματα και μαλάξεις των βλεφάρων (για να ανοίξουμε τους πόρους των αδένων).
- Καθαρισμός των βλεφαρίδων με εξειδικευμένους αντισηπτικούς αφρούς και μαντηλάκια.
- Τοπική χρήση αντιβιοτικών (Κολλύρια-αλοιφή) και κορτιζόνης (για την υποχώρηση της φλεγμονής).
- Χρήση τεχνητών δακρύων (για την αποκατάσταση της ποιότητας των δακρύων).
- Διατροφή πλούσια σε Ω3 λιπαρά.
Τι είναι ο κερατοειδής;
Ο κερατοειδής είναι το διαφανές «παράθυρο» του οφθαλμού στον κόσμο. Ο πρόσθιος αυτός χιτώνας αποτελεί τη διαθλαστικότερη επιφάνεια του ματιού και είναι υπεύθυνος για την ακριβή εστίαση των ακτίνων φωτός στον αμφιβληστροειδή, ο οποίος με την σειρά του μεταφράζει το φως σε οπτικό ερέθισμα.
Ο κερατοειδής χιτώνας αποτελείται από τις ακόλουθες στιβάδες:
- Επιθήλιο
- Μεμβράνη Bowman
- Στρώμα
- Δεσκεμέτειο μεμβράνη
- Ενδοθήλιο
Τι ακριβώς είναι η μεταμόσχευση κερατοειδή (κερατοπλαστική) και πότε πραγματοποιείται;
Επειδή ο κερατοειδής είναι εκτεθειμένος (δεν προστατεύεται συνεχώς από τα βλέφαρα) είναι εύκολο να μολυνθεί ή να τραυματιστεί:. Τραυματισμοί, μολύνσεις, προχωρημένος κερατόκωνος ή κληρονομικές παθήσεις προκαλούν παραμορφώσεις ή και ουλές στον κερατοειδή χιτώνα.
Όταν ο κερατοειδής θολώσει, το φως δεν μπορεί να περάσει στον αμφιβληστροειδή οδηγώντας σε σοβαρή ελάττωση της όρασης. Τα πολλά επιφανειακά νεύρα του κερατοειδή δημιουργούν έντονο πόνο στον ελάχιστο τραυματισμό του.
Στη μεταμόσχευση κερατοειδή (κερατοπλαστική) ο κερατοειδής ή τμήμα εκείνου αντικαθίσταται από αντίστοιχου κάποιου δότη (κατάλληλο μόσχευμα).
Ποιες είναι οι κυριότερες μέθοδοι μεταμόσχευσης κερατοειδή (κερατοπλαστικής);
Το τμήμα (πάχος) του μοσχεύματος αποτελεί κριτήριο για την επιλογή τεχνικής μεταμόσχευσης κερατοειδή (κερατοπλαστικής).Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες:
Μεταμόσχευση ολικού πάχους (ή διαμπερής κερατοπλαστική)-PKP:Penetrating Keratoplasty): Όταν αντικαθίσταται ολόκληρο το πάχος του πάσχοντος κερατοειδή. Πρόκειται για μια υψηλού επιπέδου χειρουργική επέμβαση που απαιτεί επιδέξιους χειρισμούς(συρραφή του μοσχεύματος με πολύ λεπτά ράμματα).
Μεταμόσχευση μερικού πάχους (τμηματική κερατοπλαστική): Μοντέρνα τεχνική κατά την οποία αντικαθίσταται επιλεκτικά μόνο το πάσχον τμήμα του κερατοειδή (π.χ. μόνο ένα μέρος του στρώματος). Η κερατοπλαστική μερικού πάχους διακρίνεται σε 2 υποκατηγορίες:
Α. Πρόσθια τμηματική κερατοπλαστική-DALK:Deep Anterior Lamellar Keratoplasty & ALTK: Automated Lamellar Therapeutic Keratoplasty: επιλέγουμε να αντικαταστήσουμε μόνο τις εξωτερικές στιβάδες του κερατοειδή. Αφήνουμε ανέπαφο το ενδοθήλιο, το οποίο αποτελείται από πολύτιμα κύτταρα που δεν πολλαπλασιάζονται και δεν ανανεώνονται.
Β. Οπίσθια τμηματική κερατοπλαστική ή ενδοθηλιοπλαστική-DSEK:Descemet’s Stripping Endothelial Keratoplasty, DSAEK: Descemet’s Strirring Automated Endothelial Keratoplasty & DMEK: Descemet Membrane Endothelial Keratoplasty: Όταν η βλάβη είναι εσωτερική, γίνεται αντικατάσταση μόνο των οπίσθιων στιβάδων του κερατοειδή. Από μικρές τομές 3-4mm αφαιρούμε το πάσχον ενδοθήλιο και εισάγουμε «διπλωμένο» μόσχευμα κυττάρων που στηρίζεται σε λεπτή μεμβράνη κολλαγόνου.
Κερατοπρόσθεση:
Τεχνική που χρησιμοποιείται σπάνια σε σοβαρότατη αμφιτερόπλευρη κερατοπάθειας (κερατοειδική τύφλωση) ή όπου έχει αποτύχει η λύση του ολικού πάχους μεταμόσχευσης κερατοειδή (PKP).Τεχνητός (πλαστικός) κερατοειδής τοποθετείται μικροχειρουργικά στον οφθαλμό με στόχο να αντικαταστήσει το προβληματικό.
Μετεγχειρητικές οδηγίες:
Η θέση του σώματος, ειδικά σε περίπτωση ενδοθηλιοπλαστικής, πρέπει να είναι ύπτια (ανάσκελα) για 24-28 ώρες.
Είναι πολύ σημαντική η προστασία του μοσχευμένου οφθαλμού από ακούσιο τραυματισμό, ειδικά στον ύπνο.
Ο καθαρισμός της γύρω περιοχής και των βλεφαρίδων πρέπει να γίνεται με προσοχή
Επιβάλλεται ο καθημερινός έλεγχος του οφθαλμού. Πόνος, ερυθρότητα ή θόλωση αποτελούν σημεία φλεγμονής και απόρριψης, ακόμα και δεκαετία μετά το χειρουργείο.
Υπάρχει πιθανότητα επιπλοκών σε μεταμόσχευση κερατοειδή;
Μερικές φορές ο οργανισμός αναγνωρίζει το μόσχευμα σαν ξένο και εμποδίζει την σωστή λειτουργία του. Η έγκαιρη διάγνωση και η κατάλληλη θεραπεία αντιμετωπίζουν τα επεισόδια απόρριψης με μεγάλη επιτυχία, περίπου στο 90% των περιπτώσεων.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό να αναγνωρίσετε τα σημεία της επαπειλούμενης απόρριψης και να τα αναφέρετε σε εμάς το συντομότερο δυνατό:
- Μείωση της όρασης
- Έντονος πόνος
- Ερυθρότητα
- Φωτοευαισθησία
Η κερατοπλαστική σχετίζεται με μεταμόσχευση ιστού και όχι οργάνου. Σε περίπτωση που ο νέος κερατοειδής δεν λειτουργήσει σωστά μπορεί τις περισσότερες φορές να επιχειρηθεί ξανά η επέμβαση χωρίς πρόβλημα. Στις περιπτώσεις που γίνεται μερική μεταμόσχευση κερατοειδή, ο κίνδυνος απόρριψης του μοσχεύματος ελαχιστοποιείται.
Η αμβλυωπία (amblyopia), διαδεδομένη και ως “τεμπέλικο μάτι” (lazy eye), χαρακτηρίζεται χωρίς αμφιβολία, ως η πιο συχνή οφθαλμολογική πάθηση της παιδικής ηλικίας. Είναι η οφθαλμική κατάσταση, όπου η λειτουργία της όρασης δεν αναπτύχθηκε με τον φυσιολογικό τρόπο. Η συγκεκριμένη δυσλειτουργία συνήθως αφορά τα οπτικά ερεθίσματα του ενός οφθαλμού, ωστόσο είναι δυνατόν να επηρεάζει και τις λειτουργίες της διόφθαλμης όρασης.
Η όραση αναπτύσσεται φυσιολογικά από την γέννηση μέχρι περίπου την ηλικία των 6 ετών. Για να αναπτυχθεί σωστά, θα πρέπει όχι μόνο τα όργανα του οπτικού συστήματος να είναι φυσιολογικά δομημένα (οφθαλμοί δομικά υγιείς), αλλά και οπτικά ερεθίσματα να κάνουν εκείνα τα όργανα λειτουργικά. Ουσιαστικά, κοιτάζουμε με τα μάτια, αλλά βλέπουμε με τον εγκέφαλο. Με άλλα λόγια, τα μάτια στέλνουν οπτικά μηνύματα στον εγκέφαλο για να εκπαιδευτούν τα οπτικά του κέντρα.
Στην περίπτωση που τα οπτικά μηνύματα που καταφτάνουν στον εγκέφαλο δεν είναι κατάλληλα, τότε τα οπτικά κέντρα δεν εκπαιδεύονται να βλέπουν καθαρά και έτσι η όραση παραμένει θολή. Εάν τα πρώτα χρόνια της ζωής ο εγκέφαλος δεν λαμβάνει καθαρές οπτικές εικόνες από το ένα μάτι, ώστε να μπορέσει ποτέ αργότερα να αναλάβει το δύσκολο αυτό έργο. Η αμβλυωπία αν δεν ανακαλυφθεί σε μικρή παιδική ηλικία, δυστυχώς δεν μπορεί να θεραπευτεί.
Τύποι:
Ποιοι είναι οι βασικοί τύποι της αμβλυωπίας; Υπάρχουν 3 βασικοί τύποι αμβλυωπίας:
- Στραβισμική αμβλυωπία: οφείλεται σε κακή ευθυγράμμιση των
- ματιών (στραβισμός)-συνήθως το μάτι που στραβίζει παρουσιάζει την πάθηση).
Εξ ανοψίας αμβλυωπία: οφείλεται σε αποστέρηση της οπτικής πληροφορίας (π.χ. καταρράκτης). - Διαθλαστική αμβλυωπία: εξαιτίας υψηλών διαθλαστικών ανωμαλιών (μυωπία, υπερμετρωπία, αστιγματισμός) ή ανισομετρωπίας (διαφορά διάθλασης στους 2 οφθαλμούς).
Αντιμετώπιση:
Πως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την αμβλυωπία;
Η αμβλυωπία εάν εντοπιστεί και αντιμετωπιστεί έγκαιρα, ανατάσσεται και η όραση βελτιώνεται θεαματικά. Η περισσότερο διαδεδομένη (και πιστοποιημένη) θεραπεία είναι η μέθοδος επικάλυψης του “δυνατού” οφθαλμού, συνήθως στην περίπτωση της στραβισμικής αμβλυωπίας, για την “εκγύμναση” του άλλου (βελτίωση του οπτικού συστήματος). Η θεραπεία πρέπει να εξατομικεύεται σε κάθε περίπτωση. Δύο ώρες επικάλυψης της ημέρας έχουν αποδειχθεί αρκετές εάν και εφόσον η αμβλυωπία δεν είναι πολύ μεγάλη και η ηλικία του ασθενούς μεταξύ 3 και 7 ετών. Σε μια τέτοια περίπτωση απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συνεχής παρακολούθηση από τον ειδικευμένο οφθαλμίατρο για τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας της μεθόδου και την αποφυγή ανάπτυξης αμβλυωπίας στον επικρατή φυσιολογικό οφθαλμό. Εφόσον χρειάζεται και η χρήση γυαλιών, τότε αυτά πρέπει να συνταγογραφούνται.
Από τις πρώτες ημέρες της ζωής του, το μωρό προσπαθεί οπτικά να επικοινωνήσει μαζί σας και να γνωρίσει τον κόσμο που το περιβάλλει. Στην αρχή (τους πρώτους 3 μήνες) βλέπει θολά, άχρωμα και μπορεί να στραβίζει παροδικά
Μετά τον 3ο-4ο μήνα προσηλώνει το βλέμμα του σε πρόσωπα και αντικείμενα, βλέπει χρώματα, ενώ η όρασή του συνεχίζει να βελτιώνεται σταδιακά, μέχρι την ηλικία των 8 ετών που φθάνει στα επίπεδα του ενηλίκου. Επομένως ένα παιδί 2 ετών βλέπει διαφορετικά από ένα παιδί 4 ετών. Η φυσιολογική ανάπτυξη της όρασης όμως βοηθά το παιδί να αναπτύξει και άλλες χρήσιμες δεξιότητες τόσο για το σχολείο (γράψιμο, διάβασμα, αθλήματα), όσο και για την υπόλοιπη ζωή του (επιλογή επαγγέλματος).
Πρόκειται για μια μικροεπέμβαση, η οποία περιλαμβάνει την έγχυση στο εσωτερικό του ματιού (υαλοειδές) μιας ουσίας, που ανάλογα με την υποκείμενη πάθηση μπορεί να είναι μια νέα κατηγορία φαρμάκων, τα αντι-αγγειογενετικά φάρμακα είτε λιγότερο συχνά κορτιζόνη.
Οι ενέσεις γίνονται από εξειδικευμένους στις παθήσεις του αμφιβληστροειδούς και της ωχράς κηλίδας οφθαλμιάτρους, σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους. Κατά την εφαρμογή τους ακολουθούνται αυστηροί κανόνες ασηψίας και χρησιμοποιούνται ειδικά σχεδιασμένα εργαλεία που καθιστούν την όλη διαδικασία ταχύτατη(διαρκεί περίπου 10λεπτά) και ανώδυνη.
Ποιες είναι οι ενδείξεις και πως λειτουργούν οι ενδοϋαλοειδικές ενέσεις;
Παθήσεις όπως η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς, η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια και σε μικρότερη έκταση άλλες αγγειακές και φλεγμονώδεις παθήσεις του οφθαλμού αποτελούν τις συχνότερες ενδείξεις για εφαρμογή ενδοϋαλοειδικών ενέσεων.
Οι ασθενείς αυτοί παρουσιάζουν βλάβες στα αιμοφόρα αγγεία που τροφοδοτούν με θρεπτικά συστατικά τον οφθαλμό. Συχνά επίσης αναπτύσσονται αδύναμα και παθολογικά αγγεία που έχουν την τάση να αιμορραγούν και να επιτρέπουν την διαρροή υγρού στην περιοχή της ωχράς κηλίδας.
Με τις ενδοϋαλοειδικές εγχύσεις των κατάλληλων φαρμάκων, προκαλείται αναστολή της ανάπτυξης των παθολογικών αιμοφόρων αγγείων και περιορισμός της αιμορραγίας και της διαρροής.
Τι να περιμένω από την θεραπεία;
Παραδοσιακές μορφές θεραπείας όπως το λειζερ στοχεύουν κυρίως στην σταθεροποίηση και όχι στη βελτίωση της όρασης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι σε ασθενείς στους οποίους εφαρμόζεται επιτυχώς κάποια από τις ισχύουσες θεραπείες, η όραση στην καλύτερη περίπτωση παραμένει σταθερή ή επιδεινώνεται βραδύτερα.Με τις ενδοϋαλοειδικές ενέσεις των νέων φαρμάκων επιτυγχάνεται σημαντική βελτίωση της όρασης στους μισούς περίπου ασθενείς ενώ αποτρέπεται η περαιτέρω επιδείνωση της όρασης σε ποσοστό που ξεπερνάει το 90%. Τα παραπάνω αποτελέσματα εξαρτώνται από το μέγεθος αλλα και την παλαιότητα της αρχικής βλάβης, ενώ σε πολλές περιπτώσεις απαιτούνται επανειλλημένες εγχύσεις για να διατηρηθεί το επιτυχές αποτέλεσμα.
Τι πρέπει να κάνω πριν την ένεση;
- Χρησιμοποιήστε τις αντιβιοτικές σταγόνες ή τα αντιβιοτικά χάπια που σας έδωσε ο γιατρός σας για 3 μέρες πριν την ένεση.
- Διατηρήστε τις φυσιολογικές διαιτητικές σας συνήθειες.
- Πάρετε τα φάρμακα σας κανονικά την ημέρα της ένεσης.
- Αναφέρετε στον γιατρό σας τυχόν αλλεργίες σε φάρμακα ή ιατρικά προβλήματα που πιθανώς έχετε . ΠΡΟΣΟΧΗ: είναι πιθανό να υπάρχουν μικρές διαφοροποιήσεις στις παραπάνω οδηγίες ανάλογα με τις προτιμήσεις του ιατρού σας.
Οδηγίες για μετά την ένεση
Είναι πιθανό η όραση να θολώσει προσωρινά και να βλέπετε κινούμενα σωματίδια (‘μυγάκια’) για μερικές μέρες μετά την έγχυση. Είναι φυσιολογικό το μάτι να κοκκινίσει ελαφρώς και να νιώθετε μια μικρή ενόχληση για 1-2 μέρες. Συνεχίστε τις αντιβιοτικές σταγόνες ή τα χάπια για 3 μέρες και αποφεύγετε να τρίβετε το μάτι σας. Επιτρέπεται να πάρετε αναλγητικά όπως Depon.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Στην σπάνια περίπτωση (1 στα 2000) που το μάτι σας κοκκινίσει υπερβολικά, μαζί με έντονο πόνο και πτώση της όρασης, θα πρέπει να επικοινωνήσετε αμέσως με το κέντρο μας ώστε να οργανωθεί επείγον ραντεβού.
Ο σακχαρώδης διαβήτης μπορεί να επηρεάσει τα μάτια με διάφορους τρόπους. Οι πιο συχνές παθήσεις και συμπτώματα που προκαλεί είναι τα ακόλουθα:
Παροδική θόλωση της όρασης
Η όραση μπορεί να επιδεινωθεί παροδικά για μερικές μέρες ή εβδομάδες, όταν η τιμή του σακχάρου στο αίμα είναι υψηλή. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο φακός του ματιού αλλάζει σχήμα. Η θόλωση της όρασης συνήθως βελτιώνεται με την καλή ρύθμιση του σακχάρου.
Καταρράκτης
Ασθενείς που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη έχουν την τάση να αναπτύσσουν καταρράκτη γρηγορότερα από το φυσιολογικό. Η κατάσταση αυτή μπορεί να αντιμετωπιστεί με χειρουργική αφαίρεση του θολωμένου φακού και αντικατάστασή του από ένα τεχνητό ενδοφακό. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η αφαίρεση του καταρράκτη πρέπει να γίνεται μετά από ένα καλό έλεγχο του αμφιβληστροειδούς και θεραπεία τυχόν υπάρχουσας διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας. Σε αντίθετη περίπτωση, η αμφιβληστροειδοπάθεια συχνά χειροτερεύει ραγδαία μετά την εγχείρηση, επιφέροντας περαιτέρω επιδείνωση της όρασης.
Διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια
Η πιο σοβαρή από τις διαβητικές οφθαλμικές παθήσεις αφορά τον αμφιβληστροειδή, στο πίσω μέρος του ματιού και ονομάζεται διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια. Οι ασθενείς αυτοί εμφανίζουν βλάβες στα αιμοφόρα αγγεία που τροφοδοτούν με θρεπτικά συστατικά τον αμφιβληστροειδή. Τέτοιες βλάβες μπορούν να οδηγήσουν σε διαρροή από τα αγγεία, η οποία, όταν αφορά την ωχρά, έχει ως αποτέλεσμα την ελάττωση της κεντρικής όρασης (διαβητικό οίδημα της ωχράς). Άλλες φορές η απόφραξη των αγγείων του αμφιβληστροειδή συνοδεύεται από την εμφάνιση νέων ανώμαλων αγγείων, τα οποία έχουν την τάση να αιμορραγούν, προκαλώντας μείωση της όρασης.